χυδαίος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χυδαίος | η | χυδαία | το | χυδαίο |
| γενική | του | χυδαίου | της | χυδαίας | του | χυδαίου |
| αιτιατική | τον | χυδαίο | τη | χυδαία | το | χυδαίο |
| κλητική | χυδαίε | χυδαία | χυδαίο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χυδαίοι | οι | χυδαίες | τα | χυδαία |
| γενική | των | χυδαίων | των | χυδαίων | των | χυδαίων |
| αιτιατική | τους | χυδαίους | τις | χυδαίες | τα | χυδαία |
| κλητική | χυδαίοι | χυδαίες | χυδαία | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χυδαίος < (ελληνιστική κοινή) χυδαῖος (κοινός) < χύδην < χέω
Προφορά
- ΔΦΑ : /çiˈðe.os/
Επίθετο
χυδαίος, -α, -ο
- πρόστυχος, μη ευπρεπής, συχνά προσβλητικός
- με έβρισε με χυδαία λόγια
- (κατά την αρχαία σημασία) που χαρακτηρίζει τους απλούς και αμόρφωτους ανθρώπους
- για τους οπαδούς της καθαρεύουσας, η δημοτική ήταν μια «χυδαία» γλώσσα
- ακρατής (χωρίς εγκράτεια) και ακραίος - υπερβολικός
- οι χυδαίοι χοροί δε με ενθουσιάζουν, θέλω τρυφερή παρτενέρ
- απλοϊκός, υπεραπλουστευμένος
- χυδαίος υλισμός (φιλοσοφική θεώρηση)
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.