χυδαίος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χυδαίος η χυδαία το χυδαίο
      γενική του χυδαίου της χυδαίας του χυδαίου
    αιτιατική τον χυδαίο τη χυδαία το χυδαίο
     κλητική χυδαίε χυδαία χυδαίο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χυδαίοι οι χυδαίες τα χυδαία
      γενική των χυδαίων των χυδαίων των χυδαίων
    αιτιατική τους χυδαίους τις χυδαίες τα χυδαία
     κλητική χυδαίοι χυδαίες χυδαία
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χυδαίος < (ελληνιστική κοινή) χυδαῖος (κοινός) < χύδην < χέω

Προφορά

ΔΦΑ : /çiˈðe.os/

Επίθετο

χυδαίος, -α, -ο

  1. πρόστυχος, μη ευπρεπής, συχνά προσβλητικός
    με έβρισε με χυδαία λόγια
  2. (κατά την αρχαία σημασία) που χαρακτηρίζει τους απλούς και αμόρφωτους ανθρώπους
    για τους οπαδούς της καθαρεύουσας, η δημοτική ήταν μια «χυδαία» γλώσσα
  3. ακρατής (χωρίς εγκράτεια) και ακραίος - υπερβολικός
    οι χυδαίοι χοροί δε με ενθουσιάζουν, θέλω τρυφερή παρτενέρ
  4. απλοϊκός, υπεραπλουστευμένος
    χυδαίος υλισμός (φιλοσοφική θεώρηση)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.