φθήνια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φθήνια | οι | φθήνιες |
| γενική | της | φθήνιας | — | |
| αιτιατική | τη | φθήνια | τις | φθήνιες |
| κλητική | φθήνια | φθήνιες | ||
| Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φθήνια < φθηνός + -ια ή μεσαιωνική ελληνική φτηνιά < (ελληνιστική κοινή) εὐθηνία (αφθονία, ιδίως τροφίμων ή σιτηρών) < αρχαία ελληνική εὐθηνέω (με επίδραση και της λέξης εὐθένεια: αφθονία)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈfθi.ɲa/
Μεταφράσεις
φθήνια
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.