αποτυχημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αποτυχημένος | η | αποτυχημένη | το | αποτυχημένο |
| γενική | του | αποτυχημένου | της | αποτυχημένης | του | αποτυχημένου |
| αιτιατική | τον | αποτυχημένο | την | αποτυχημένη | το | αποτυχημένο |
| κλητική | αποτυχημένε | αποτυχημένη | αποτυχημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αποτυχημένοι | οι | αποτυχημένες | τα | αποτυχημένα |
| γενική | των | αποτυχημένων | των | αποτυχημένων | των | αποτυχημένων |
| αιτιατική | τους | αποτυχημένους | τις | αποτυχημένες | τα | αποτυχημένα |
| κλητική | αποτυχημένοι | αποτυχημένες | αποτυχημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αποτυχημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αποτυχαίνω ή αποτυγχάνω
Μετοχή
αποτυχημένος -η -ο
- που απέτυχε, που δεν πέτυχε στο στόχο του, στο θεμιτό αποτέλεσμα
- για προσπάθεια που δεν είχε το προβλεπόμενο αποτέλεσμα
- για άνθρωπο που τον χαρακτηρίζει η αποτυχία, που αποτυγχάνει συνεχώς
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.