σοφός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σοφός η σοφή το σοφό
      γενική του σοφού της σοφής του σοφού
    αιτιατική τον σοφό τη σοφή το σοφό
     κλητική σοφέ σοφή σοφό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σοφοί οι σοφές τα σοφά
      γενική των σοφών των σοφών των σοφών
    αιτιατική τους σοφούς τις σοφές τα σοφά
     κλητική σοφοί σοφές σοφά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σοφός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σοφός (ικανός σε τέχνη)[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sap- (προσπαθώ, επιτυγχάνω)

Προφορά

ΔΦΑ : /soˈfos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σοφός

Επίθετο

σοφός, -ή, -ό

  1. (για άνθρωπο) που γνωρίζει πολλά για τον κόσμο και τα πράγματα και η γνώση του έχει βάθος, ποιότητα και αποτελεσματικότητα
  2. (για ενέργεια, λόγο κ.λπ.) που χαρακτηρίζεται από γνώση και ορθή κρίση

Παράγωγα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Ουσιαστικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η σοφός οι σοφοί
      γενική του/της σοφού των σοφών
    αιτιατική τον/τη σοφό τους/τις σοφούς
     κλητική σοφέ σοφοί
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

σοφός αρσενικό ή θηλυκό

  • που είναι σοφός, βαθύς γνώστης ενός θέματος
    παντού να σκορπίζεις της γνώσης το φως
    και όλοι να λένε, να ένας σοφός! / μία σοφός! (από το τραγουδάκι γενεθλίων)

Πολυλεκτικοί όροι

  • επιτροπή σοφών

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική σοφός σοφή τὸ σοφόν
      γενική τοῦ σοφοῦ τῆς σοφῆς τοῦ σοφοῦ
      δοτική τῷ σοφ τῇ σοφ τῷ σοφ
    αιτιατική τὸν σοφόν τὴν σοφήν τὸ σοφόν
     κλητική ! σοφέ σοφή σοφόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ σοφοί αἱ σοφαί τὰ σοφᾰ́
      γενική τῶν σοφῶν τῶν σοφῶν τῶν σοφῶν
      δοτική τοῖς σοφοῖς ταῖς σοφαῖς τοῖς σοφοῖς
    αιτιατική τοὺς σοφούς τὰς σοφᾱ́ς τὰ σοφᾰ́
     κλητική ! σοφοί σοφαί σοφᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ σοφώ τὼ σοφᾱ́ τὼ σοφώ
      γεν-δοτ τοῖν σοφοῖν τοῖν σοφαῖν τοῖν σοφοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σοφός ήδη τον 7ο αιώνα πκε στον Αρχίλοχο[1] < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

σοφός, -ή, -όν, συγκριτικός:σοφώτερος, υπερθετικός: σοφώτατος

  1. (για τεχνίτη, εργαζόμενο, ποιητή, μουσικό) πεπειραμένος, ικανός, επιδέξιος
      7ος πκε αιώνας Ἀρχίλοχος, Απόσπασμα 40 (44 D., 33 L. B.) @archive.org, @perseus.tufts.edu, @archive.org
    τρίαιναν έσθλός και κυβερνήτης σοφός
  2. ευφυής, σώφρων, συνετός, επινοητικός
      6ος/5ος πκε αιώνας Αἰσχύλος, Προμηθεὺς δεσμώτης, στίχ. 1038 (1036-1039)
    ἡμῖν μὲν Ἑρμῆς οὐκ ἄκαιρα φαίνεται | λέγειν· ἄνωγε γάρ σε τὴν αὐθαδίαν | μεθέντ᾽ ἐρευνᾶν τὴν σοφὴν εὐβουλίαν. | πιθοῦ· σοφῷ γὰρ αἰσχρὸν ἐξαμαρτάνειν.
    Σε μας δε φαίνεται άδικο σ᾽ αυτά που λέει | να ᾽χει ο Ερμής, που σου ζητάει να παρατήσεις | το πείσμα και σε φρόνιμη να στρέψεις γνώμη· | πείσου, κι είναι ντροπή ο σοφός έξω να πέφτει.
    Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greeklanguage.gr
  3. πολυμαθής, πεπαιδευμένος, ευρυμαθής
  4. (για πράγματα) που έχει επινοηθεί με ευφυΐα, φρόνιμος, συνετός
      6ος/5ος πκε αιώνας Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις, 4. Ἀρκεσιλάῳ Κυρηναίῳ ἅρματι, 139 Επιμ. Boeck, Pindari opera quae supersunt, 1811. (4.138-4.139)
    μαλθακᾷ φωνᾷ ποτιστάζων ὄαρον | βάλλετο κρηπῖδα σοφῶν ἐπέων·
    με απαλή φωνή σταλάζοντας τις λέξεις, | των σοφών λόγων έθεσε τη βάση:
    Μετάφραση (1994): Γιάννης Οικονομίδης, @greeklanguage.gr

Συγγενικά

Αναφορές

  1. s.v. σοφός - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.