σοφός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σοφός | η | σοφή | το | σοφό |
| γενική | του | σοφού | της | σοφής | του | σοφού |
| αιτιατική | τον | σοφό | τη | σοφή | το | σοφό |
| κλητική | σοφέ | σοφή | σοφό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σοφοί | οι | σοφές | τα | σοφά |
| γενική | των | σοφών | των | σοφών | των | σοφών |
| αιτιατική | τους | σοφούς | τις | σοφές | τα | σοφά |
| κλητική | σοφοί | σοφές | σοφά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σοφός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σοφός (ικανός σε τέχνη)[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sap- (προσπαθώ, επιτυγχάνω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /soˈfos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σο‐φός
Επίθετο
σοφός, -ή, -ό
Παράγωγα
- σοφά (επίρρημα)
Μεταφράσεις
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | σοφός | οι | σοφοί |
| γενική | του/της | σοφού | των | σοφών |
| αιτιατική | τον/τη | σοφό | τους/τις | σοφούς |
| κλητική | σοφέ | σοφοί | ||
| Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
σοφός αρσενικό ή θηλυκό
Πολυλεκτικοί όροι
- επιτροπή σοφών
Μεταφράσεις
Αναφορές
- σοφός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | σοφός | ἡ | σοφή | τὸ | σοφόν |
| γενική | τοῦ | σοφοῦ | τῆς | σοφῆς | τοῦ | σοφοῦ |
| δοτική | τῷ | σοφῷ | τῇ | σοφῇ | τῷ | σοφῷ |
| αιτιατική | τὸν | σοφόν | τὴν | σοφήν | τὸ | σοφόν |
| κλητική ὦ! | σοφέ | σοφή | σοφόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | σοφοί | αἱ | σοφαί | τὰ | σοφᾰ́ |
| γενική | τῶν | σοφῶν | τῶν | σοφῶν | τῶν | σοφῶν |
| δοτική | τοῖς | σοφοῖς | ταῖς | σοφαῖς | τοῖς | σοφοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | σοφούς | τὰς | σοφᾱ́ς | τὰ | σοφᾰ́ |
| κλητική ὦ! | σοφοί | σοφαί | σοφᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σοφώ | τὼ | σοφᾱ́ | τὼ | σοφώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | σοφοῖν | τοῖν | σοφαῖν | τοῖν | σοφοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
σοφός, -ή, -όν, συγκριτικός :σοφώτερος, υπερθετικός : σοφώτατος
- (για τεχνίτη, εργαζόμενο, ποιητή, μουσικό) πεπειραμένος, ικανός, επιδέξιος
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἀρχίλοχος, Απόσπασμα 40 (44 D., 33 L. B.) @archive.org, @perseus.tufts.edu, @archive.org
- τρίαιναν έσθλός και κυβερνήτης σοφός
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἀρχίλοχος, Απόσπασμα 40 (44 D., 33 L. B.) @archive.org, @perseus.tufts.edu, @archive.org
- ευφυής, σώφρων, συνετός, επινοητικός
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Προμηθεὺς δεσμώτης, στίχ. 1038 (1036-1039)
- ἡμῖν μὲν Ἑρμῆς οὐκ ἄκαιρα φαίνεται | λέγειν· ἄνωγε γάρ σε τὴν αὐθαδίαν | μεθέντ᾽ ἐρευνᾶν τὴν σοφὴν εὐβουλίαν. | πιθοῦ· σοφῷ γὰρ αἰσχρὸν ἐξαμαρτάνειν.
- Σε μας δε φαίνεται άδικο σ᾽ αυτά που λέει | να ᾽χει ο Ερμής, που σου ζητάει να παρατήσεις | το πείσμα και σε φρόνιμη να στρέψεις γνώμη· | πείσου, κι είναι ντροπή ο σοφός έξω να πέφτει.
- Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
- ἡμῖν μὲν Ἑρμῆς οὐκ ἄκαιρα φαίνεται | λέγειν· ἄνωγε γάρ σε τὴν αὐθαδίαν | μεθέντ᾽ ἐρευνᾶν τὴν σοφὴν εὐβουλίαν. | πιθοῦ· σοφῷ γὰρ αἰσχρὸν ἐξαμαρτάνειν.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Προμηθεὺς δεσμώτης, στίχ. 1038 (1036-1039)
- πολυμαθής, πεπαιδευμένος, ευρυμαθής
- (για πράγματα) που έχει επινοηθεί με ευφυΐα, φρόνιμος, συνετός
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις, 4. Ἀρκεσιλάῳ Κυρηναίῳ ἅρματι, 139 Επιμ. Boeck, Pindari opera quae supersunt, 1811. (4.138-4.139)
- μαλθακᾷ φωνᾷ ποτιστάζων ὄαρον | βάλλετο κρηπῖδα σοφῶν ἐπέων·
- με απαλή φωνή σταλάζοντας τις λέξεις, | των σοφών λόγων έθεσε τη βάση:
- Μετάφραση (1994): Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
- μαλθακᾷ φωνᾷ ποτιστάζων ὄαρον | βάλλετο κρηπῖδα σοφῶν ἐπέων·
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις, 4. Ἀρκεσιλάῳ Κυρηναίῳ ἅρματι, 139 Επιμ. Boeck, Pindari opera quae supersunt, 1811. (4.138-4.139)
Συγγενικά
Αναφορές
- s.v. σοφός - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- σοφός - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- σοφός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σοφός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.