σοφιστεία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σοφιστεία | οι | σοφιστείες |
| γενική | της | σοφιστείας | των | σοφιστειών |
| αιτιατική | τη | σοφιστεία | τις | σοφιστείες |
| κλητική | σοφιστεία | σοφιστείες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σοφιστεία < → λείπει η ετυμολογία
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.