σοφιστεία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σοφιστεία οι σοφιστείες
      γενική της σοφιστείας των σοφιστειών
    αιτιατική τη σοφιστεία τις σοφιστείες
     κλητική σοφιστεία σοφιστείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σοφιστεία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

σοφιστεία θηλυκό

  1. η ικανότητα κάποιου να πλάθει σοφίσματα
  2. το σόφισμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.