αποτελεσματικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αποτελεσματικότητα | οι | αποτελεσματικότητες |
| γενική | της | αποτελεσματικότητας | των | αποτελεσματικοτήτων |
| αιτιατική | την | αποτελεσματικότητα | τις | αποτελεσματικότητες |
| κλητική | αποτελεσματικότητα | αποτελεσματικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αποτελεσματικότητα < αποτελεσματικός + -ότητα
Ουσιαστικό
αποτελεσματικότητα θηλυκό
- το να είναι κανείς αποτελεσματικός, η ικανότητα να πετυχαίνει κάποιος ή κάτι θετικά αποτελέσματα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.