ικανός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ικανός | η | ικανή | το | ικανό |
| γενική | του | ικανού | της | ικανής | του | ικανού |
| αιτιατική | τον | ικανό | την | ικανή | το | ικανό |
| κλητική | ικανέ | ικανή | ικανό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ικανοί | οι | ικανές | τα | ικανά |
| γενική | των | ικανών | των | ικανών | των | ικανών |
| αιτιατική | τους | ικανούς | τις | ικανές | τα | ικανά |
| κλητική | ικανοί | ικανές | ικανά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ικανός< αρχαία ελληνική ἱκανός < ἱκνέομαι / ἱκνοῦμαι < ἵκω / ἱκάνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sē̆ik-
Ομώνυμα / Ομόηχα
Επίθετο
ικανός -ή -ό
- που έχει ικανότητες
- είναι ικανός στη δουλειά του και όλοι τον εκτιμούν
- που μπορεί να κάνει κάτι, που είναι σε θέση να κάνει κάτι
- του έχω εμπιστοσύνη, είναι ικανός να πετύχει τους στόχους του
- που μπορεί και δε διστάζει να κάνει κάτι έξω από τα συνηθισμένα μέτρα
- είναι ικανός να φάει ολόκληρο βόδι στην καθισιά του
- (στρατιωτικός όρος) που κρίνεται ότι είναι σε θέση να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία
- αρκετά μεγάλος σε ποσότητα, σε δύναμη, αρκετός για κάτι
Εκφράσεις
Αντώνυμα
Συγγενικά
Σύνθετα
- ανικανότητα
- ικανώς
- → δείτε τη λέξη άφιξη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.