σοφιστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σοφιστικός η σοφιστική το σοφιστικό
      γενική του σοφιστικού της σοφιστικής του σοφιστικού
    αιτιατική τον σοφιστικό τη σοφιστική το σοφιστικό
     κλητική σοφιστικέ σοφιστική σοφιστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σοφιστικοί οι σοφιστικές τα σοφιστικά
      γενική των σοφιστικών των σοφιστικών των σοφιστικών
    αιτιατική τους σοφιστικούς τις σοφιστικές τα σοφιστικά
     κλητική σοφιστικοί σοφιστικές σοφιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σοφιστικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σοφιστικός[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /so.fi.stiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σοφιστικός

Επίθετο

σοφιστικός, -ή, -ό

  1. που σχετίζεται με τους σοφιστές του 5ου αιώνα π.Χ
  2. που γίνεται ή λέγεται εσφαλμένα επίτηδες για να παραπλανήσει ή να δημιουργήσει αμηχανία
  3.  δείτε τη λέξη σοφιστική

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.