σοφιστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σοφιστικός | η | σοφιστική | το | σοφιστικό |
| γενική | του | σοφιστικού | της | σοφιστικής | του | σοφιστικού |
| αιτιατική | τον | σοφιστικό | τη | σοφιστική | το | σοφιστικό |
| κλητική | σοφιστικέ | σοφιστική | σοφιστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σοφιστικοί | οι | σοφιστικές | τα | σοφιστικά |
| γενική | των | σοφιστικών | των | σοφιστικών | των | σοφιστικών |
| αιτιατική | τους | σοφιστικούς | τις | σοφιστικές | τα | σοφιστικά |
| κλητική | σοφιστικοί | σοφιστικές | σοφιστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σοφιστικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σοφιστικός[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /so.fi.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σο‐φι‐στι‐κός
Επίθετο
σοφιστικός, -ή, -ό
Αναφορές
- σοφιστικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- σοφιστικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σοφιστικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.