πολυμαθής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυμαθής η πολυμαθής το πολυμαθές
      γενική του πολυμαθούς* της πολυμαθούς του πολυμαθούς
    αιτιατική τον πολυμαθή την πολυμαθή το πολυμαθές
     κλητική πολυμαθή(ς) πολυμαθής πολυμαθές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυμαθείς οι πολυμαθείς τα πολυμαθή
      γενική των πολυμαθών των πολυμαθών των πολυμαθών
    αιτιατική τους πολυμαθείς τις πολυμαθείς τα πολυμαθή
     κλητική πολυμαθείς πολυμαθείς πολυμαθή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πολυμαθής < αρχαία ελληνική πολυμαθής

Επίθετο

πολυμαθής, -ής, -ές

  • που έχει μάθει πολλά πράγματα, που έχει συγκεντρώσει πολλές γνώσεις

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.