ευφυΐα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ευφυΐα | οι | ευφυΐες |
| γενική | της | ευφυΐας | — | |
| αιτιατική | την | ευφυΐα | τις | ευφυΐες |
| κλητική | ευφυΐα | ευφυΐες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ευφυΐα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐφυΐα
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.fiˈi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐φυ‐ΐ‐α
Ουσιαστικό
ευφυΐα θηλυκό
- η ικανότητα αντίληψης του κόσμου, η ευθυκρισία και η δυνατότητα του ατόμου να ενεργεί λειτουργικά, αποδοτικά #* η ιδιότητα του ευφυούς
- πρακτική και μετρήσιμη ικανότητα (δείκτης ευφυΐας)
- γενική ευφυΐα (συνολικό εύρος ικανοτήτων, αποδοτικότητας)
- μία από τις επιμέρους ευφυΐες (ικανότητες, αποδόσεις σε συγκεκριμένο τομέα. Π.χ. αριθμητική, χωροταξική, λεκτική, συναισθηματική, μουσική κτλ.)
Αντώνυμα
- αφυΐα
- βλακεία
- χαζομάρα
- ηλιθιότητα
- μαλακία
- νοητική ανεπάρκεια
- νοητική υστέρηση
- νοητική καθυστέρηση
- νοητική μαλάκυνση
- νοημοσύνη
- νόηση
-
νευροεπιστήμη και ευφυΐα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
ευφυΐα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.