σοφία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σοφία | οι | σοφίες |
| γενική | της | σοφίας | των | σοφιών |
| αιτιατική | τη | σοφία | τις | σοφίες |
| κλητική | σοφία | σοφίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σοφία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σοφία (ικανότητα)
Προφορά
- ΔΦΑ : /soˈfi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σο‐φί‐α
Ουσιαστικό
σοφία θηλυκό
- το να είναι κάποιος σοφός, η ιδιότητα του σοφού, η επιτυχώς εφαρμοσμένη γνώση του κόσμου και των πραγμάτων
- (στον πληθυντικό, ειρωνικό) σοφίες: απόψεις και συμπεριφορές που φαίνονται σοφές και σημαντικές, ενώ είναι το αντίθετο
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη σοφός
-
σοφία στη Βικιπαίδεια

-
σοφία στα Βικιφθέγματα

Μεταφράσεις
σοφία
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| σοφῐᾱ- | |||||
| ονομαστική | ἡ | σοφίᾱ | αἱ | σοφίαι | |
| γενική | τῆς | σοφίᾱς | τῶν | σοφιῶν | |
| δοτική | τῇ | σοφίᾳ | ταῖς | σοφίαις | |
| αιτιατική | τὴν | σοφίᾱν | τὰς | σοφίᾱς | |
| κλητική ὦ! | σοφίᾱ | σοφίαι | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σοφίᾱ | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | σοφίαιν | |||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ουσιαστικό
σοφία θηλυκό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη σοφός
Πηγές
- σοφία - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- σοφία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σοφία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.