φρόνιμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φρόνιμος | η | φρόνιμη | το | φρόνιμο |
| γενική | του | φρόνιμου | της | φρόνιμης | του | φρόνιμου |
| αιτιατική | τον | φρόνιμο | τη | φρόνιμη | το | φρόνιμο |
| κλητική | φρόνιμε | φρόνιμη | φρόνιμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φρόνιμοι | οι | φρόνιμες | τα | φρόνιμα |
| γενική | των | φρόνιμων | των | φρόνιμων | των | φρόνιμων |
| αιτιατική | τους | φρόνιμους | τις | φρόνιμες | τα | φρόνιμα |
| κλητική | φρόνιμοι | φρόνιμες | φρόνιμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φρόνιμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φρόνιμος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈfɾo.ni.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φρό‐νι‐μος
Επίθετο
φρόνιμος, -η, -ο
- που έχει λογική σκέψη, που ενεργεί με σύνεση
- ≈ συνώνυμα: γνωστικός, λογικός, μυαλωμένος, συνετός
- ≠ αντώνυμα: άμυαλος, ασυλλόγιστος, ασύνετος
- που χαρακτηρίζεται από σύνεση και περίσκεψη
- που υιοθετεί τις ηθικές αρχές και τα ηθικά πρότυπα της κοινωνίας στην οποία ζει
- ο υπάκουος, ο πειθαρχημένος
Παροιμίες
- των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν: για τη σημασία του να είναι κάποιος προνοητικός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό & θηλυκό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | φρόνιμος | ἡ | φρονίμη | τὸ | φρόνιμον |
| γενική | τοῦ/τῆς | φρονίμου | τῆς | φρονίμης | τοῦ | φρονίμου |
| δοτική | τῷ/τῇ | φρονίμῳ | τῇ | φρονίμῃ | τῷ | φρονίμῳ |
| αιτιατική | τὸν/τὴν | φρόνιμον | τὴν | φρονίμην | τὸ | φρόνιμον |
| κλητική ὦ! | φρόνιμε | φρονίμη | φρόνιμον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | φρόνιμοι | αἱ | φρόνιμαι | τὰ | φρόνιμᾰ |
| γενική | τῶν | φρονίμων | τῶν | φρονίμων | τῶν | φρονίμων |
| δοτική | τοῖς/ταῖς | φρονίμοις | ταῖς | φρονίμαις | τοῖς | φρονίμοις |
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | φρονίμους | τὰς | φρονίμᾱς | τὰ | φρόνιμᾰ |
| κλητική ὦ! | φρόνιμοι | φρόνιμαι | φρόνιμᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φρονίμω | τὼ | φρονίμᾱ | τὼ | φρονίμω |
| γεν-δοτ | τοῖν | φρονίμοιν | τοῖν | φρονίμαιν | τοῖν | φρονίμοιν |
| Ο τύπος του θηλυκού σε -η, μεταγενέστερος. | ||||||
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'φρόνιμος' όπως «φρόνιμος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φρόνιμος < φρον- (< φρεν-, μεταπτωτική βαθμίδα σε θέμα όπως στο φρήν) + -ιμος [1]
Επίθετο
φρόνιμος, -ος, -ον, και μεταγενέστρο -ος, -η, -ον
- ο λογικός, ο συνετός
- ※ ἔστιν ἄρα ἡ ἀρετὴ ἕξις προαιρετική, ἐν μεσότητι οὖσα τῇ πρὸς ἡμᾶς, ὡρισμένῃ λόγῳ καὶ ᾧ ἂν ὁ φρόνιμος ὁρίσειεν (Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια)
Παράγωγα
- φρονίμευμα
- φρονιμεύομαι
- φρονίμευσις
- φρονιμότης
- φρονιμώδης
- φρονίμως (επίρρημα)
- παμφρόνιμος
- παραφρόνιμος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη φρήν
Πηγές
- φρόνιμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φρόνιμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.