γνωρίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- γνωρίζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική γνωρίζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɣnoˈɾi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γνω‐ρί‐ζω
Ρήμα
γνωρίζω
- ξέρω
- συστήνω, παρουσιάζω έναν άνθρωπο σε κάποιον άλλο για πρώτη φορά
- ↪ Να σας γνωρίσω τη φίλη μου.
- συναντώ κάποιον για πρώτη φορά
- ↪ Γνώρισα τη φίλη του.
- αναγνωρίζω
- ↪ Γνώρισες τη φωνή μου;
- ※ Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν κόψι / τοῦ σπαθιοῦ τὴν τρομερή,
σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν ὄψι / ποὺ μὲ βία μετράει τὴν γῆ. (Διονύσιος Σολωμός, Ὕμνος εἰς τὴν Ἐλευθερίαν (1823), 1η στροφή)
Σύνθετα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | γνωρίζω | γνώριζα | θα γνωρίζω | να γνωρίζω | γνωρίζοντας | |
| β' ενικ. | γνωρίζεις | γνώριζες | θα γνωρίζεις | να γνωρίζεις | γνώριζε | |
| γ' ενικ. | γνωρίζει | γνώριζε | θα γνωρίζει | να γνωρίζει | ||
| α' πληθ. | γνωρίζουμε | γνωρίζαμε | θα γνωρίζουμε | να γνωρίζουμε | ||
| β' πληθ. | γνωρίζετε | γνωρίζατε | θα γνωρίζετε | να γνωρίζετε | γνωρίζετε | |
| γ' πληθ. | γνωρίζουν(ε) | γνώριζαν γνωρίζαν(ε) |
θα γνωρίζουν(ε) | να γνωρίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | γνώρισα | θα γνωρίσω | να γνωρίσω | γνωρίσει | ||
| β' ενικ. | γνώρισες | θα γνωρίσεις | να γνωρίσεις | γνώρισε | ||
| γ' ενικ. | γνώρισε | θα γνωρίσει | να γνωρίσει | |||
| α' πληθ. | γνωρίσαμε | θα γνωρίσουμε | να γνωρίσουμε | |||
| β' πληθ. | γνωρίσατε | θα γνωρίσετε | να γνωρίσετε | γνωρίστε | ||
| γ' πληθ. | γνώρισαν γνωρίσαν(ε) |
θα γνωρίσουν(ε) | να γνωρίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω γνωρίσει | είχα γνωρίσει | θα έχω γνωρίσει | να έχω γνωρίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις γνωρίσει | είχες γνωρίσει | θα έχεις γνωρίσει | να έχεις γνωρίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει γνωρίσει | είχε γνωρίσει | θα έχει γνωρίσει | να έχει γνωρίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε γνωρίσει | είχαμε γνωρίσει | θα έχουμε γνωρίσει | να έχουμε γνωρίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε γνωρίσει | είχατε γνωρίσει | θα έχετε γνωρίσει | να έχετε γνωρίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν γνωρίσει | είχαν γνωρίσει | θα έχουν γνωρίσει | να έχουν γνωρίσει |
| |
Μεταφράσεις
ξέρω πληροφορία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
|---|---|---|
| Ενεστώτας | γιγνώσκω | γνωρίζομαι |
| Παρατατικός | ἐγνώριζον | |
| Μέλλοντας | γνωριῶ | γνωρισθήσομαι |
| Αόριστος | ἐγνώρισα | ἐγνωρίσθην |
| Παρακείμενος | ἐγνώρισμαι | |
| Υπερσυντέλικος | ἐγνωρίσμην | |
| Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία
- γνωρίζω θέμα -'γνω-'- ( < από ρίζα του γιγνώσκω ) + -ίζω
Συγγενικά
- γνώρισμα
- γνωριστέον
- γνωριστής
Αντώνυμα
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Πηγές
- γνωρίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γνωρίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.