φιλοσοφία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φιλοσοφία οι φιλοσοφίες
      γενική της φιλοσοφίας των φιλοσοφιών
    αιτιατική τη φιλοσοφία τις φιλοσοφίες
     κλητική φιλοσοφία φιλοσοφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φιλοσοφία < αρχαία ελληνική φιλοσοφία < φιλο- + -σοφία

Ουσιαστικό

φιλοσοφία θηλυκό

Συγγενικά

ανθρωπωνύμια:

Σύνθετα

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική φιλοσοφί αἱ φιλοσοφίαι
      γενική τῆς φιλοσοφίᾱς τῶν φιλοσοφιῶν
      δοτική τῇ φιλοσοφί ταῖς φιλοσοφίαις
    αιτιατική τὴν φιλοσοφίᾱν τὰς φιλοσοφίᾱς
     κλητική ! φιλοσοφί φιλοσοφίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φιλοσοφί
γεν-δοτ τοῖν  φιλοσοφίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φιλοσοφία < φιλόσοφ(ος) + -ία. Αναλύεται σε φιλο- + -σοφία

Ουσιαστικό

φιλοσοφία [φῐλοσοφῐᾱ] θηλυκό

  1. αγάπη για γνώση και σοφία
  2. η έρευνα για την εύρεση της αλήθειας
  3. η συστηματική μελέτη ενός αντικειμένου

Συγγενικά

Απόγονοι

φιλοσοφία (αρχαία ελληνικά)

νέα ελληνικά: φιλοσοφία
αραβικά: فلسفة‎ (fálsafa)
αζεριανά: фәлсәфә / fəlsəfə
μπασκίρ: фәлсәфә (fälsäfä)
μαλαϊκά: falsafah
λατινικά: philosophia
παλαιά γαλλικά: philosophie
γαλλικά: philosophie
γερμανικά: Philosophie
ιταλικά: filosofia
ισπανικά: filosofía
πορτογαλικά: filosofia
ρωσικά: филосо́фия (filosófija)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.