σώφρων
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σώφρων & σώφρονας |
η | σώφρων | το | σώφρον |
| γενική | του | σώφρονος & σώφρονα |
της | σώφρονος | του | σώφρονος |
| αιτιατική | τον | σώφρονα | τη | σώφρονα | το | σώφρον |
| κλητική | σώφρων & σώφρονα |
σώφρων | σώφρον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σώφρονες | οι | σώφρονες | τα | σώφρονα |
| γενική | των | σωφρόνων | των | σωφρόνων | των | σωφρόνων |
| αιτιατική | τους | σώφρονες | τις | σώφρονες | τα | σώφρονα |
| κλητική | σώφρονες | σώφρονες | σώφρονα | |||
| Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. | ||||||
| ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «μετριόφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σώφρων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σώφρων
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈso.fɾon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σώ‐φρων
Επίθετο
σώφρων, -ων, -ον
- συνετός, με λογική, προνοητικός, μετρημένος
- ↪ θα ήταν σώφρον από πλευράς τους να μη φέρουν αντιρρήσεις, γιατί θα ωφεληθούν
- ↪ αυτό που έκανε δεν δείχνει σώφρονα άνθρωπο
Συγγενικά
Αντώνυμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | σώφρων | τὸ | σῶφρον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | σώφρονος | τοῦ | σώφρονος | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | σώφρονῐ | τῷ | σώφρονῐ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | σώφρονᾰ | τὸ | σῶφρον | ||
| κλητική ὦ! | σῶφρον | σῶφρον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | σώφρονες | τὰ | σώφρονᾰ | ||
| γενική | τῶν | σωφρόνων | τῶν | σωφρόνων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | σώφροσῐ(ν) | τοῖς | σώφροσῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | σώφρονᾰς | τὰ | σώφρονᾰ | ||
| κλητική ὦ! | σώφρονες | σώφρονᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σώφρονε | τὼ | σώφρονε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | σωφρόνοιν | τοῖν | σωφρόνοιν | ||
| 3η κλίση, ομάδα 'σώφρων', Κατηγορία 'σώφρων' όπως «σώφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σώφρων < σῶς + φρήν
Επίθετο
σώφρων, -ων, -ον
- επικός τύπος : σᾰόφρων
Συγγενικά
- σωφρονέω
- σωφρόνημα
- σωφρονητέον
- σωφρονίζω
- σωφρόνισμα
- σωφρονισμός
- σωφρονιστύς
- σωφρονιστής
- σωφρονιστῆρες
- σωφρονιστήριον
- σωφρονικός
- σωφρόνως
- σωφροσύνη (Επικός τύπος: σαοφροσύνη)
- σωφρόσυνος
Πηγές
- σώφρων - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σώφρων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.