σοφάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σοφάς οι σοφάδες
      γενική του σοφά των σοφάδων
    αιτιατική τον σοφά τους σοφάδες
     κλητική σοφά σοφάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σοφάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική sofa < αραβική صفة (súffa)

Ουσιαστικό

σοφάς αρσενικό

  1. είδος καναπέ ή κρεβατιού, ενίοτε κτιστού
     συνώνυμα: μιντέρι
  2. (παρωχημένο) υπερυψωμένη εξέδρα ή κατασκευή μέσα σε δωμάτιο, που χρησίμευε για κατάκλιση
    ο σοφάς χρησίμευε ως χώρος ύπνου και η πρόσβαση σε αυτόν γινόταν με μικρή ξύλινη σκάλα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.