επιδέξιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επιδέξιος | η | επιδέξια | το | επιδέξιο |
| γενική | του | επιδέξιου | της | επιδέξιας | του | επιδέξιου |
| αιτιατική | τον | επιδέξιο | την | επιδέξια | το | επιδέξιο |
| κλητική | επιδέξιε | επιδέξια | επιδέξιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επιδέξιοι | οι | επιδέξιες | τα | επιδέξια |
| γενική | των | επιδέξιων | των | επιδέξιων | των | επιδέξιων |
| αιτιατική | τους | επιδέξιους | τις | επιδέξιες | τα | επιδέξια |
| κλητική | επιδέξιοι | επιδέξιες | επιδέξια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επιδέξιος < αρχαία ελληνική ἐπιδέξιος
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.piˈðe.ksi.os/
Επίθετο
επιδέξιος, -α, -ο
- που έχει την ικανότητα να χειρίζεται επιτυχώς κάτι (ένα μηχάνημα, μια διαδικασία, μια κατάσταση)
- ένας επιδέξιος ψαράς
- που εκτελείται με επιδεξιότητα
- ένας επιδέξιος χειρισμός
Αντώνυμα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.