σόφισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σόφισμα τα σοφίσματα
      γενική του σοφίσματος των σοφισμάτων
    αιτιατική το σόφισμα τα σοφίσματα
     κλητική σόφισμα σοφίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σόφισμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σόφισμα (αρχική σημασία: ικανότητα) < σοφίζομαι

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈso.fi.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σόφισμα

Ουσιαστικό

σόφισμα ουδέτερο

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις σοφίζομαι και σοφός

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)


ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.