σοφιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σοφιστής | οι | σοφιστές |
| γενική | του | σοφιστή | των | σοφιστών |
| αιτιατική | τον | σοφιστή | τους | σοφιστές |
| κλητική | σοφιστή | σοφιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σοφιστής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σοφιστής < σοφίζω, σοφισ- + -τής < σοφός α' κλίση
Ουσιαστικό
σοφιστής αρσενικό
Συγγενικά
- σόφισμα
- Σοφιστής, πλατωνικός διάλογος
- σοφιστεία
- σοφιστικός
Σύνθετα
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- σοφιστής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
σοφιστής αρσενικό
Συγγενικά
Πηγές
- σοφιστής - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- σοφιστής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σοφιστής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.