πεπαιδευμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πεπαιδευμένος | η | πεπαιδευμένη | το | πεπαιδευμένο |
| γενική | του | πεπαιδευμένου | της | πεπαιδευμένης | του | πεπαιδευμένου |
| αιτιατική | τον | πεπαιδευμένο | την | πεπαιδευμένη | το | πεπαιδευμένο |
| κλητική | πεπαιδευμένε | πεπαιδευμένη | πεπαιδευμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πεπαιδευμένοι | οι | πεπαιδευμένες | τα | πεπαιδευμένα |
| γενική | των | πεπαιδευμένων | των | πεπαιδευμένων | των | πεπαιδευμένων |
| αιτιατική | τους | πεπαιδευμένους | τις | πεπαιδευμένες | τα | πεπαιδευμένα |
| κλητική | πεπαιδευμένοι | πεπαιδευμένες | πεπαιδευμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πεπαιδευμένος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πεπαιδευμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος παιδεύω με αναδιπλασιασμό
Προφορά
- ΔΦΑ : /pe.pe.ðevˈme.nos/
Συνώνυμα
- γραμματιζούμενος (λαϊκότροπο)
- μορφωμένος
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
πεπαιδευμένος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.