κατασκηνώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κατασκηνώνω < αρχαία ελληνική κατασκηνόω - κατασκηνῶ[1]
Ρήμα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κατασκηνώνω | κατασκήνωνα | θα κατασκηνώνω | να κατασκηνώνω | κατασκηνώνοντας | |
| β' ενικ. | κατασκηνώνεις | κατασκήνωνες | θα κατασκηνώνεις | να κατασκηνώνεις | κατασκήνωνε | |
| γ' ενικ. | κατασκηνώνει | κατασκήνωνε | θα κατασκηνώνει | να κατασκηνώνει | ||
| α' πληθ. | κατασκηνώνουμε | κατασκηνώναμε | θα κατασκηνώνουμε | να κατασκηνώνουμε | ||
| β' πληθ. | κατασκηνώνετε | κατασκηνώνατε | θα κατασκηνώνετε | να κατασκηνώνετε | κατασκηνώνετε | |
| γ' πληθ. | κατασκηνώνουν(ε) | κατασκήνωναν κατασκηνώναν(ε) |
θα κατασκηνώνουν(ε) | να κατασκηνώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κατασκήνωσα | θα κατασκηνώσω | να κατασκηνώσω | κατασκηνώσει | ||
| β' ενικ. | κατασκήνωσες | θα κατασκηνώσεις | να κατασκηνώσεις | κατασκήνωσε | ||
| γ' ενικ. | κατασκήνωσε | θα κατασκηνώσει | να κατασκηνώσει | |||
| α' πληθ. | κατασκηνώσαμε | θα κατασκηνώσουμε | να κατασκηνώσουμε | |||
| β' πληθ. | κατασκηνώσατε | θα κατασκηνώσετε | να κατασκηνώσετε | κατασκηνώστε | ||
| γ' πληθ. | κατασκήνωσαν κατασκηνώσαν(ε) |
θα κατασκηνώσουν(ε) | να κατασκηνώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω κατασκηνώσει | είχα κατασκηνώσει | θα έχω κατασκηνώσει | να έχω κατασκηνώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις κατασκηνώσει | είχες κατασκηνώσει | θα έχεις κατασκηνώσει | να έχεις κατασκηνώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει κατασκηνώσει | είχε κατασκηνώσει | θα έχει κατασκηνώσει | να έχει κατασκηνώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε κατασκηνώσει | είχαμε κατασκηνώσει | θα έχουμε κατασκηνώσει | να έχουμε κατασκηνώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε κατασκηνώσει | είχατε κατασκηνώσει | θα έχετε κατασκηνώσει | να έχετε κατασκηνώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν κατασκηνώσει | είχαν κατασκηνώσει | θα έχουν κατασκηνώσει | να έχουν κατασκηνώσει |
| |
Αναφορές
- κατασκηνώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.