πράξη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πράξη | οι | πράξεις |
| γενική | της | πράξης* | των | πράξεων |
| αιτιατική | την | πράξη | τις | πράξεις |
| κλητική | πράξη | πράξεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, πράξεως | ||||
| Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πράξη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πρᾶξις
- (εμπορική συναλλαγή) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική transaction
- (διοικητική ενέργεια και εγγραφή) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική acte
- (μαθηματικός όρος) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική opération[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpɾa.ksi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρά‐ξη
- ομόηχο: πράξει
Ουσιαστικό
πράξη θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πράττω
- ↪ γενναία πράξη
- η εφαρμογή, η εκτέλεση μιας ιδέας ή ενός σχεδίου
- ※ Είναι φορές που ανάμεσα θεωρία και πράξη δυσκολευόμαστε. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
- η εμπορική ή χρηματιστηριακή συναλλαγή
- η διοικητική ενέργεια ή απόφαση
- η εγγραφή και καταχώριση γεγονότος σε ειδικό βιβλίο
- ↪ λογιστική πράξη, ληξιαρχική πράξη γέννησης
- καθένα από τα μέρη που αποτελούν ένα θεατρικό έργο ή όπερα
- (κατ’ επέκταση) σημαντικό στάδιο ή φάση γεγονότων
- ↪ η τελευταία πράξη του δράματος
- (μαθηματικά) διαδικασία που παράγει μια νέα τιμή από μία ή περισσότερες τιμές εισόδου
- δείτε επίσης: τελεστής, τάξη πράξης στο Βικιλεξικό και Πράξη (μαθηματικά) στη Βικιπαίδεια

- (αριθμητική) ένας από τους τέσσερις βασικούς τρόπους με τους οποίους από δοθέντες αριθμούς παράγεται κάποιος άλλος (πρόσθεση, αφαίρεση, πολλαπλασιασμός και διαίρεση)
- ↪ αριθμητικές πράξεις
- (λογική) η διαδικασία που λαμβάνει σαν είσοδο μία ή περισσότερες λογικές προτάσεις και με την χρήση λογικού συνδετικού δίδει αποτέλεσμα του οποίου η τιμή είναι πάντα 'Αληθής' ή 'Ψευδής', δηλαδή αληθοτιμή
- υπώνυμα: άρνηση, διάζευξη (∨, ⊻), σύζευξη (∧), συνεπαγωγή, ισοδυναμία
- (θεωρία συνόλων), (σχεσιακή άλγεβρα) οι πράξεις μεταξύ συνόλων ή σχέσεων[2]
- δείτε επίσης: τελεστής, τάξη πράξης στο Βικιλεξικό και Πράξη (μαθηματικά) στη Βικιπαίδεια
Πολυλεκτικοί όροι
Σύνθετα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη πράττω
-
πράξη στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Αναφορές
- πράξη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μ.Χατζόπουλος, 2009, Το Σχεσιακό Μοντέλο - Σχεσιακή Άλγεβρα, Σχεσιακός Λογισμός, σελ. 32. Προσπέλαση 2020-02-06
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.