κατασκηνώτρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατασκηνώτρια οι κατασκηνώτριες
      γενική της κατασκηνώτριας των κατασκηνωτριών
    αιτιατική την κατασκηνώτρια τις κατασκηνώτριες
     κλητική κατασκηνώτρια κατασκηνώτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κατασκηνώτρια < κατασκηνωτής + -τρια

Ουσιαστικό

κατασκηνώτρια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.