προσκήνιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το προσκήνιο τα προσκήνια
      γενική του προσκήνιου
& προσκηνίου
των προσκήνιων
& προσκηνίων
    αιτιατική το προσκήνιο τα προσκήνια
     κλητική προσκήνιο προσκήνια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προσκήνιο < ελληνιστική κοινή προσκήνιον < πρό (προ-) + αρχαία ελληνική σκηνή

Προφορά

ΔΦΑ : /pɾoˈsci.ni.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προσκήνιο

Ουσιαστικό

προσκήνιο ουδέτερο

  1. (θέατρο) το μέρος της σκηνής ενός (νεότερου) θεάτρου μπροστά από την αυλαία, το μπροστινό τμήμα της σκηνής
  2. (θέατρο) το τμήμα ενός αρχαίου θεάτρου στο οποίο εμφανίζονταν και έπαιζαν οι ηθοποιοί
     συνώνυμα: λογείο
  3. (μεταφορικά) ο χώρος ή / και ο χρόνος όπου εκτυλίσσονται σπουδαία ή επίκαιρα γεγονότα ή δραστηριότητες, για τα οποία ενδιαφέρεται ο κόσμος και τα παρακολουθεί
     αντώνυμα: παρασκήνιο
      Η αμφιλεγόμενη «ψυχρή σύντηξη» (cold fusion), που εδώ και χρόνια έχει προταθεί ως πανάκεια για τα ενεργειακά προβλήματα της ανθρωπότητας, χωρίς όμως μέχρι τώρα να έχει δικαιώσει τις προσδοκίες, γεγονός που έχει δημιουργήσει σκεπτικισμό σε πολλούς επιστήμονες για το κατά πόσο είναι τελικά εφικτή, επανέρχεται τώρα στο προσκήνιο. (εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 27.03.2009)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.