σκοινί

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκοινί τα σκοινιά
      γενική του σκοινιού των σκοινιών
    αιτιατική το σκοινί τα σκοινιά
     κλητική σκοινί σκοινιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκοινί < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σκοινί(ον) < σχοινί(ον) με ανομοίωση στον τρόπο άρθρωσης [sx] > [sk]< αρχαία ελληνική σχοινίον (υποκοριτικό) < σχοῖνος [1] Δείτε και σχοινί.
Σκοινί στο έδαφος.

Προφορά

ΔΦΑ : /sciˈni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκοινί
ομόηχο: σκηνή
παρώνυμο: σχοινί

Ουσιαστικό

σκοινί ουδέτερο

  • το υλικό κατασκευασμένο από μακριές, εύκαμπτες ίνες, συνήθως φυτικές ή συνθετικές
    άλλες μορφές: σχοινί (λογιότερο)

Εκφράσεις

  • σε τεντωμένο σχοινί
  • στο σπίτι του κρεμασμένου δε μιλάνε για σχοινί
  • το δένω σκοινί κορδόνι
  • του σκοινιού και του παλουκιού
  • τραβάω / παρατραβάω / τεντώνω το σχοινί

Σύνθετα

μόνο με θέμα σκοιν-

  • βολιδοσκοίνι
  • βουρλόσκοινο
  • εργατόσκοινο
  • ζευγόσκοινο
  • καμπανόσκοινο
  • κομποσκοινάκι
  • κομποσκοίνης
  • κοντοσκοίνι
  • λαιμόσκοινο
  • μονοσκοίνι
  • ριζόσκοινο

μόνο με θέμα σχοιν-

με θέμα σκοιν- ή σχοιν- / σχοιν- ή σκοιν-

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.