περιστατικό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το περιστατικό τα περιστατικά
      γενική του περιστατικού των περιστατικών
    αιτιατική το περιστατικό τα περιστατικά
     κλητική περιστατικό περιστατικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

περιστατικό < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

περιστατικό ουδέτερο

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

περιστατικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.