σκηνίτισσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σκηνίτισσα | οι | σκηνίτισσες |
| γενική | της | σκηνίτισσας | των | σκηνιτισσών |
| αιτιατική | τη | σκηνίτισσα | τις | σκηνίτισσες |
| κλητική | σκηνίτισσα | σκηνίτισσες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
σκηνίτισσα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.