παρασκήνιον

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ παρασκήνιον τὰ παρασκήνι
      γενική τοῦ παρασκηνίου τῶν παρασκηνίων
      δοτική τῷ παρασκηνί τοῖς παρασκηνίοις
    αιτιατική τὸ παρασκήνιον τὰ παρασκήνι
     κλητική ! παρασκήνιον παρασκήνι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παρασκηνίω
γεν-δοτ τοῖν  παρασκηνίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παρασκήνιον < παρα- + αρχαία ελληνική σκην(ή) + -ιον

Ουσιαστικό

'παρασκήνιον, -ου ουδέτερο, συνήθως στον πληθυντικό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

στη σημασία σκηνή, τέντα

  • παρασκηνάω, παρασκηνέω
  • παρασκηνόω

 και δείτε τις λέξεις παρά και σκηνή

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.