παρασκήνιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | παρασκήνιον | τὰ | παρασκήνιᾰ | ||||
| γενική | τοῦ | παρασκηνίου | τῶν | παρασκηνίων | ||||
| δοτική | τῷ | παρασκηνίῳ | τοῖς | παρασκηνίοις | ||||
| αιτιατική | τὸ | παρασκήνιον | τὰ | παρασκήνιᾰ | ||||
| κλητική ὦ! | παρασκήνιον | παρασκήνιᾰ | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παρασκηνίω | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | παρασκηνίοιν | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- παρασκήνιον < παρα- + αρχαία ελληνική σκην(ή) + -ιον
Ουσιαστικό
'παρασκήνιον, -ου ουδέτερο, συνήθως στον πληθυντικό (ελληνιστική κοινή)
Συγγενικά
- παρασκηνάω, παρασκηνέω
- παρασκηνόω
Πηγές
- παρασκήνια - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παρασκήνιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.