κατασκήνωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κατασκήνωση | οι | κατασκηνώσεις |
| γενική | της | κατασκήνωσης* | των | κατασκηνώσεων |
| αιτιατική | την | κατασκήνωση | τις | κατασκηνώσεις |
| κλητική | κατασκήνωση | κατασκηνώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, κατασκηνώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
κατασκήνωση θηλυκό
- η ενέργεια του κατασκηνώνω
- ο χώρος με σκηνές όπου κατασκηνώνει ένα σύνολο ανθρώπων
- (κατ’ επέκταση) το σύνολο των ατόμων που κατασκηνώνουν σε έναν χώρο
- το σύνολο εγκαταστάσεων για παραθερισμό ανηλίκων που επιβλέπονται από ομάδα ενηλίκων, με η χωρίς εκπαιδευτικούς σκοπούς
- ο παραθερισμός ανηλίκων σε τέτοιες εγκαταστάσεις
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
