πλατεία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πλατεία | οι | πλατείες |
| γενική | της | πλατείας | των | πλατειών |
| αιτιατική | την | πλατεία | τις | πλατείες |
| κλητική | πλατεία | πλατείες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

πλατεία με άγαλμα

θέσεις σε πλατεία θεάτρου
Ετυμολογία
- πλατεία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πλατεῖα (ελληνιστική φράση «πλατεῖα ὁδός»)[1], ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου πλατύς, λόγιο ενδογενές δάνειο: σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική place < λατινική platea < αρχαία ελληνική πλατεῖα[2]
- για την πλατεία θεάτρου < (αντιδάνειο): (άμεσο δάνειο) ιταλική platea < λατινική platea < αρχαία ελληνική πλατεῖα[2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /plaˈti.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλα‐τεί‐α
Ουσιαστικό
πλατεία θηλυκό
- (πολεοδομία) επίπεδος, διαμορφωμένος χώρος μέσα σε κατοικημένη περιοχή που περιβάλλεται από κτίρια ή και δρόμους
- (θέατρο, αρχιτεκτονική) τμήμα του θεάτρου μπροστά από τη σκηνή όπου κάθονται οι θεατές, διαφορετικό από τα θεωρεία και τον εξώστη
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη πλατύς
Μεταφράσεις
χώρος σε κατοικημένη περιοχή
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- πλατεία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.