σκηνικό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σκηνικό | τα | σκηνικά |
| γενική | του | σκηνικού | των | σκηνικών |
| αιτιατική | το | σκηνικό | τα | σκηνικά |
| κλητική | σκηνικό | σκηνικά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

σκηνικά από την παράσταση Ο κύκλος με την κιμωλία του Μπέρτολτ Μπρεχτ από το Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο Κομοτηνής
Ετυμολογία
- σκηνικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου σκηνικός
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη σκηνή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.