προσκήνιον

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ προσκήνιον τὰ προσκήνι
      γενική τοῦ προσκηνίου τῶν προσκηνίων
      δοτική τῷ προσκηνί τοῖς προσκηνίοις
    αιτιατική τὸ προσκήνιον τὰ προσκήνι
     κλητική ! προσκήνιον προσκήνι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προσκηνίω
γεν-δοτ τοῖν  προσκηνίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προσκήνιον (ελληνιστική κοινή) < προ- + σκην(ή) + -ιον,[1] σαν ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο επιθέτου «προσκήνιος»[2]

Ουσιαστικό

προσκήνιον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

  1. είσοδος σκηνής, τέντας
  2. υπερυψωμένη πλατφόρμα μπορστά από κτίρια
  3. (θέατρο) προσκήνιο, μπροστινό μέρος θεατρικής σκηνής [3]
     συνώνυμα: λογεῖον
  4. (θέατρο) ζωγραφισμένη επιφάνεια στο βάθος θεατρικής σκηνής

Αναφορές

  1. προσκήνιο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. προσκήνιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  3. προσκήνιον - Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.