ζηλοτυπία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζηλοτυπία οι ζηλοτυπίες
      γενική της ζηλοτυπίας των ζηλοτυπιών
    αιτιατική τη ζηλοτυπία τις ζηλοτυπίες
     κλητική ζηλοτυπία ζηλοτυπίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζηλοτυπία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ζηλοτυπία < ζηλότυπος

Προφορά

ΔΦΑ : /zi.lo.tiˈpi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζηλοτυπία

Ουσιαστικό

ζηλοτυπία θηλυκό

  • η παθολογική ζήλια για τον/την ερωτικό σύντροφο ή σύζυγο

Εκφράσεις

  • σκηνή ζηλοτυπίας: επεισοδιακή έκρηξη ζηλοτυπίας, συνήθως μπροστά σε κόσμο

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ζηλοτυπί αἱ ζηλοτυπίαι
      γενική τῆς ζηλοτυπίᾱς τῶν ζηλοτυπιῶν
      δοτική τῇ ζηλοτυπί ταῖς ζηλοτυπίαις
    αιτιατική τὴν ζηλοτυπίᾱν τὰς ζηλοτυπίᾱς
     κλητική ! ζηλοτυπί ζηλοτυπίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ζηλοτυπί
γεν-δοτ τοῖν  ζηλοτυπίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζηλοτυπία, ήδη τον 4ο αιώνα στον Αισχίνη [1] < ζηλότυπ(ος) + -ία

Ουσιαστικό

ζηλοτυπία θηλυκό

  • αντιζηλία, φθόνος
      Αισχίνης, Κατά Κτηριφώντος 3.81, 4ος αι. πκε
    τοιαύτης δὲ ἐμπιπτούσης ταραχῆς, μετὰ τῶν συμφύτων αὐτῷ νοσημάτων ἤδη τὰ μετὰ ταῦτα ἐβουλεύετο, μετὰ δειλίας καὶ τῆς πρὸς Φιλοκράτην ὑπὲρ τῆς δωροδοκίας ζηλοτυπίας, καὶ ἡγήσατο, εἰ τῶν συμπρεσβευόντων καὶ τοῦ Φιλίππου κατήγορος ἀναφανείη, τὸν μὲν Φιλοκράτην προδήλως ἀπολεῖσθαι, τοὺς δὲ ἄλλους συμπρέσβεις κινδυνεύσειν, αὐτὸς δ' εὐδοκιμήσειν, καὶ προδότης ὢν τῶν φίλων καὶ πονηρὸς πιστὸς τῷ δήμῳ φανήσεσθαι.
    λείπει η μετάφραση
      1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Περικλής 10.6
    πῶς ἂν οὖν τις Ἰδομενεῖ πιστεύσειε κατηγοροῦντι τοῦ Περικλέους ὡς τὸν δημαγωγὸν Ἐφιάλτην φίλον γενόμενον καὶ κοινωνὸν ὄντα τῆς ἐν τῇ πολιτείᾳ προαιρέσεως δολοφονήσαντος διὰ ζηλοτυπίαν καὶ φθόνον τῆς δόξης;
      Ammonius (Grammaticus, De differentia adfinium vocabulorum, 1822, σελ. 63 .
    Ζῆλος καὶ ζηλοτυπία διαφέρει: Ζηλοτυπία μὲν γάρ ἐστιν αὐτὸ τὸ πάθος, ἤγουν τὸ ἐν μίσει ὑπάρχον
    ΣτΕ: Συγγραφέας του κειμένου θεωρείται ο Φίλων ο Βύβλιος

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις ζῆλος και τύπος

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.