σκηνοθετώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σκηνοθετώ < σκηνοθέτης
Προφορά
- ΔΦΑ : /sci.no.θeˈto/
Ρήμα
σκηνοθετώ
- σχεδιάζω, διευθύνω και υλοποιώ την παράσταση ενός θεατρικού έργου ή το γύρισμα μιας κινηματογραφικής ταινίας, διδάσκω στους ηθοποιούς το ρόλο τους και γενικά έχω την ευθύνη για το επιδιωκόμενο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα
- (μεταφορικά) δημιουργώ και παρουσιάζω στους άλλους μια ψευδή εικόνα θέλοντας να τους εξαπατήσω
- (μεταφορικά) επιμελούμαι κάθε λεπτομέρεια για το πώς πρέπει να γίνει κάτι
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.