σκηνοθετώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σκηνοθετώ < σκηνοθέτης

Προφορά

ΔΦΑ : /sci.no.θeˈto/

Ρήμα

σκηνοθετώ

  1. σχεδιάζω, διευθύνω και υλοποιώ την παράσταση ενός θεατρικού έργου ή το γύρισμα μιας κινηματογραφικής ταινίας, διδάσκω στους ηθοποιούς το ρόλο τους και γενικά έχω την ευθύνη για το επιδιωκόμενο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα
  2. (μεταφορικά) δημιουργώ και παρουσιάζω στους άλλους μια ψευδή εικόνα θέλοντας να τους εξαπατήσω
  3. (μεταφορικά) επιμελούμαι κάθε λεπτομέρεια για το πώς πρέπει να γίνει κάτι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.