σκηνίτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σκηνίτης οι σκηνίτες
      γενική του σκηνίτη των σκηνιτών
    αιτιατική τον σκηνίτη τους σκηνίτες
     κλητική σκηνίτη σκηνίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκηνίτης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σκηνίτης < αρχαία ελληνική σκηνή

Προφορά

ΔΦΑ : /sciˈni.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκηνίτης

Ουσιαστικό

σκηνίτης αρσενικό (θηλυκό σκηνίτισσα)

  • αυτός που μένει ή ζει σε σκηνή

Μεταφράσεις



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
σκηνῑτα-
ονομαστική σκηνίτης οἱ σκηνῖται
      γενική τοῦ σκηνίτου τῶν σκηνιτῶν
      δοτική τῷ σκηνίτ τοῖς σκηνίταις
    αιτιατική τὸν σκηνίτην τοὺς σκηνίτᾱς
     κλητική ! σκηνῖτ σκηνῖται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σκηνίτ
γεν-δοτ τοῖν  σκηνίταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Αρχαία ελληνικά (grc)


Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.