σκηνογράφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | σκηνογράφος | οι | σκηνογράφοι |
| γενική | του/της | σκηνογράφου | των | σκηνογράφων |
| αιτιατική | τον/τη | σκηνογράφο | τους/τις | σκηνογράφους |
| κλητική | σκηνογράφε | σκηνογράφοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σκηνογράφος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σκηνογράφος < αρχαία ελληνική σκην(ή) + -ο- + -γράφος (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική scénographe[1])
Προφορά
- ΔΦΑ : /sci.noˈɣɾa.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκη‐νο‐γρά‐φος
Ουσιαστικό
σκηνογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- (θέατρο, ζωγραφική, επάγγελμα) που επιμελείται τη σκηνογραφία, δηλαδή τη διακόσμηση μιας σκηνής
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Πηγές
- σκηνογράφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σκηνογράφος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
- (ελληνιστική κοινή) → ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- σκηνογράφος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σκηνογράφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- σκηνογράφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.