αντίσκηνο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αντίσκηνο τα αντίσκηνα
      γενική του αντίσκηνου των αντίσκηνων
    αιτιατική το αντίσκηνο τα αντίσκηνα
     κλητική αντίσκηνο αντίσκηνα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αντίσκηνο < αντι- + σκηνή + -ο

Ουσιαστικό

αντίσκηνο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.