τμήμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τμήμα τα τμήματα
      γενική του τμήματος των τμημάτων
    αιτιατική το τμήμα τα τμήματα
     κλητική τμήμα τμήματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τμήμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τμῆμα [1] < τέμνω

Ουσιαστικό

τμήμα ουδέτερο

  1. μέρος ή υποδιαίρεση ενός συνόλου
    ρίζες ονομάζουμε το τμήμα του φυτού που βρίσκεται μέσα στο έδαφος
  2. υποδιαίρεση
    1. υπηρεσίας, διοικητικής μονάδας
      1. συνώνυμο του αστυνομικό τμήμα
      2. εκλογικό τμήμα
    2. ή εκπαιδευτικής μονάδας
      Πόσα τμήματα έχει η Φιλοσοφική Σχολή στα ελληνικά πανεπιστήμια;
      τάξεις με πολλούς μαθητές, χωρίζονται σε μικρότερα τμήματα

Πολυλεκτικοί όροι

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη τέμνω

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.