παρασκήνιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | παρασκήνιο | τα | παρασκήνια |
| γενική | του | παρασκηνίου & παρασκήνιου |
των | παρασκηνίων |
| αιτιατική | το | παρασκήνιο | τα | παρασκήνια |
| κλητική | παρασκήνιο | παρασκήνια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παρασκήνιο < ελληνιστική κοινή παρασκήνιον < αρχαία ελληνική παρα- + σκηνή ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική coulisse)
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.ɾaˈsci.ni.o/
Ουσιαστικό
παρασκήνιο ουδέτερο
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.