σκηνικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σκηνικός | η | σκηνική | το | σκηνικό |
| γενική | του | σκηνικού | της | σκηνικής | του | σκηνικού |
| αιτιατική | τον | σκηνικό | τη | σκηνική | το | σκηνικό |
| κλητική | σκηνικέ | σκηνική | σκηνικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σκηνικοί | οι | σκηνικές | τα | σκηνικά |
| γενική | των | σκηνικών | των | σκηνικών | των | σκηνικών |
| αιτιατική | τους | σκηνικούς | τις | σκηνικές | τα | σκηνικά |
| κλητική | σκηνικοί | σκηνικές | σκηνικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σκηνικός < ελληνιστική κοινή σκηνικός < αρχαία ελληνική σκηνή
Επίθετο
σκηνικός
- που έχει σχέση με τη σκηνή (θεάτρου κ.λπ.) ή αναφέρεται σ’ αυτή
- (ουσιαστικοποιημένο) σκηνικό
- (ουσιαστικοποιημένο) σκηνικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.