πυρόλυση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πυρόλυση οι πυρολύσεις
      γενική της πυρόλυσης των πυρολύσεων
    αιτιατική την πυρόλυση τις πυρολύσεις
     κλητική πυρόλυση πυρολύσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πυρόλυση < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική pyrolysis < αρχαία ελληνική πῦρ (πυρό-) + λύσις (λύω).[1]

Ουσιαστικό

πυρόλυση θηλυκό

  • (χημεία) θερμική διάσπαση μιας χημικής ένωσης σε άλλες χωρίς την παρουσία οξυγόνου
      Απόσπασμα από το βιβλίο Χημείας Β' Λυκείου Γενικής Παιδείας, Ενότητα 2.3 Αλκάνια - μεθάνιο, φυσικό αέριο, βιοαέριο,   @ebooks.edu.gr
    [] η πυρόλυση γίνεται με θέρμανση παρουσία καταλυτών και απουσία αέρα. Κατά την πυρόλυση γίνονται πολλές αντιδράσεις, όπως σχάση αλυσίδας, κυκλοποίηση, ισομερείωση και αφυδρογόνωση. Αντιδράσεις που οδηγούν σε προϊόντα με διακλαδισμένη αλυσίδα χρησιμοποιούνται για τη βελτίωση της ποιότητας μιας βενζίνης (αναμόρφωση βενζίνης).

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.