παρανάλωμα του πυρός

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παρανάλωμα του πυρός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τοῦ πυρός παρανάλωμα[1]  δείτε τις λέξεις παρανάλωμα, του και πυρ
  4ος κε αιώνας Αθανάσιος Αλεξανδρείας, Historia Arianorum, 70.2, @catholiclibrary.org
ἀμέλει τὸ ἀνόητον καὶ κέπφον, ὡς εἶπεν ἡ γραφή, καθηκεύειν θέλων ἄλλοις ἑαυτὸν εἰς καταδίκην τῇ μελλούσῃ κρίσει τοῦ πυρὸς παρανάλωμα δέδωκεν.
  5ος κε αιώνας Θεοδώρητος Κύρου, Interpretatio in Jeremiam, @catholiclibrary.org
καὶ αἱ ὑψηλαὶ πύλαι πυρὸς γενήσονται παρανάλωμα.

Έκφραση

παρανάλωμα του πυρός

  • παρανάλωμα της φωτιάς

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.