fou
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- fou < fol < λατινική follis, μπαλόνι (ειρωνική μεταφορά)
Προφορά
- ΔΦΑ : /fu/
- ⓘ
Επίθετο
| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | fou | fous |
| θηλυκό | folle | folles |
fou (fr) αρσενικό
- τρελός, κουζουλός, φρενήρης, ζουρλός, τρελαμένος
- ↪ Folle est la brebis qui au loup se confesse.
- → λείπει η μετάφραση
- ↪ Folle est la brebis qui au loup se confesse.
Ουσιαστικό
| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | fou | fous |
| θηλυκό | folle | folles |
fou (fr)
- ο τρελός
- (σκάκι) o τρελός, ο αξιωματικός
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη folie
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.