fou

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

fou < fol < λατινική follis, μπαλόνι (ειρωνική μεταφορά)

Προφορά

ΔΦΑ : /fu/
 

Επίθετο

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό fou fous
θηλυκό folle folles

fou (fr) αρσενικό

Συνώνυμα

Ουσιαστικό

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό fou fous
θηλυκό folle folles

fou (fr)

  1. ο τρελός
  2. (σκάκι) o τρελός, ο αξιωματικός

Συγγενικά

 δείτε τη λέξη  folie

Συνώνυμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.