πυρόμετρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πυρόμετρο τα πυρόμετρα
      γενική του πυρόμετρου
& πυρομέτρου
των πυρόμετρων
& πυρομέτρων
    αιτιατική το πυρόμετρο τα πυρόμετρα
     κλητική πυρόμετρο πυρόμετρα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πυρόμετρο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική pyromètre < αρχαία ελληνική πῦρ + μέτρον

Ουσιαστικό

πυρόμετρο ουδέτερο

Συγγενικά

  • Pyrometer στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.