υγρόν πυρ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- υγρόν πυρ < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ὑγρόν πῦρ. → δείτε τη λέξη υγρός και πυρ
Πολυλεκτικός όρος
υγρόν πυρ ουδέτερο και υγρό πυρ
- εύφλεκτο μείγμα, άγνωστης σύνθεσης, που εκτόξευαν τα πλοία του βυζαντινού στόλου και έκαιγαν τα εχθρικά πλοία
-
υγρόν πυρ στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.