πυριτιδοποιός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πυριτιδοποιός | οι | πυριτιδοποιοί |
| γενική | του | πυριτιδοποιού | των | πυριτιδοποιών |
| αιτιατική | τον | πυριτιδοποιό | τους | πυριτιδοποιούς |
| κλητική | πυριτιδοποιέ | πυριτιδοποιοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πυριτιδοποιός < πυρίτιδ(α) + -ο- + -ποιός
Μεταφράσεις
πυριτιδοποιός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.