πυροβολείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πυροβολείο τα πυροβολεία
      γενική του πυροβολείου των πυροβολείων
    αιτιατική το πυροβολείο τα πυροβολεία
     κλητική πυροβολείο πυροβολεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πυροβολείο < πυροβόλο + -είο

Ουσιαστικό

πυροβολείο ουδέτερο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.