πυροπροστασία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πυροπροστασία | οι | πυροπροστασίες |
| γενική | της | πυροπροστασίας | των | πυροπροστασιών |
| αιτιατική | την | πυροπροστασία | τις | πυροπροστασίες |
| κλητική | πυροπροστασία | πυροπροστασίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πολυλεκτικοί όροι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.