προφήτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | προφήτης | οι | προφήτες |
| γενική | του | προφήτη | των | προφητών |
| αιτιατική | τον | προφήτη | τους | προφήτες |
| κλητική | προφήτη | προφήτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προφήτης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προφήτης[1] [2] < πρό + φημί (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική prophète[1])
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾoˈfi.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐φή‐της
Ουσιαστικό
προφήτης αρσενικό (θηλυκό: προφήτισσα & προφήτις & προφήτιδα)
Εκφράσεις
- ουδείς προφήτης στον τόπο του: είναι δύσκολο να αναγνωριστεί η αξία κάποιου, στον τόπο από όπου κατάγεται
Συγγενικά
Σύνθετα
Μεταφράσεις
θρησκευτικό πρόσωπο
προβλέπει το μέλλον
Αναφορές
- προφήτης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- προφήτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | προφήτης | οἱ | προφῆται |
| γενική | τοῦ | προφήτου | τῶν | προφητῶν |
| δοτική | τῷ | προφήτῃ | τοῖς | προφήταις |
| αιτιατική | τὸν | προφήτην | τοὺς | προφήτᾱς |
| κλητική ὦ! | προφῆτᾰ | προφῆται | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προφήτᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | προφήταιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- προφήτης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- προφήτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.