προλέγω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

προλέγω < αρχαία ελληνική προλέγω < πρό + λέγω

Ρήμα

προλέγω (παθητική φωνή: προλέγομαι)

  1. λέω κάτι πιο πριν
     συνώνυμα: προαναφέρω
  2. συμφωνώ
  3. προμαντεύω, μαντεύω

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.